-
1 ὑποτέμνω
A cut away under or underneath,ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός Il.5.74
;ταμὼν ὕπο πυθμέν' ἐλαίης Od.23.204
;ὑ. τὰς ἀγκύρας Plu.Ant.32
:—[voice] Pass., ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων [name] D.ap.Aeschin.3.166; τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος having them cut away below, Luc.Tim.8; ὑποτμηθεὶς τὴν ἰγνύαν hamstrung, Id.Tox.60.II cut off, intercept,ὑ. πηγάς Pl.Lg. 844a
;ὑ. τὴν ἐλπίδα X.HG2.3.34
;[τὰς ῥίζας] Diog.Oen.29
:—more freq. in [voice] Med., ὑποταμέσθαι τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν (sc. αὐτοῖς) Hdt.5.86; ὑποτεμοῦμαι τὰς ὁδούς σου I will cut off your way, stop you short, Ar.Eq. 291, cf. Arist.Mete. 356a27;ὑ. τὸν πλοῦν X.HG1.6.15
; ὑποτέμνεσθαί τινας intercept them, Id.Cyr.1.4.19, cf. HG7.1.29;τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑ. Aeschin.3.67
; τὰς ὁρμάς, τὴν ἐπίνοιαν, Plb.18.38.1, 36.3.1, etc.; forestall,τὴν ἀκόντισιν αὐτῶν.. δρόμῳ.. προσπεσόντες ὑπετέμοντο D.C.38.49
; prevent, guard against, ὑποτέμνεσθαι τὸν φόβον (the risk of gangrene, by excision) Paul.Aeg. 6.107;ὑ. τὴν διάγνωσιν
prevents,Id.
3.78; in [tense] pf. [voice] Med.,ὑποτετμημένος πάσας αὐτῶν τὰς ὠφελείας Plb.5.107.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτέμνω
См. также в других словарях:
υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» … Dictionary of Greek